Tι είναι οι εξαρτησιογόνες ουσίες και τι προκαλούν;
Οι εξαρτησιογόνες ουσίες είναι χημικές ουσίες που προκαλούν εθισμό, μια κατάσταση δηλαδή, όπου ο χρήστης διακατέχεται από μια μη ελεγχόμενη επιθυμία χρησιμοποίησης των ουσιών αυτών, που οδηγεί σε μια ψυχική και σωματική κατάπτωση και συνοδεύεται από πολύπλοκα συμπτώματα δυσφορίας, πόνου και εξαθλίωσης.
Στις εξαρτησιογόνες ουσίες συγκαταλέγονται το αλκοόλ, η νικοτίνη, η καφεΐνη, το χασίς, το όπιο, η μορφίνη, η ηρωίνη, οι αμφεταμίνες, το LSD, οι βενζοδιαζεπίνες, τα βαρβιτουρικά.
Οι διαταραχές που σχετίζονται με τη χρήση ουσιών κατηγοριοποιούνται ανάλογα με το αν προκύπτουν από ουσιοεξάρτηση ή από κατάχρηση ουσιών. Επίσης, υπάρχει μια ξεχωριστή κατηγορία που περιλαμβάνει ένα σύνολο διαταραχών που εμφανίζονται ως συνέπεια της χρήσης ουσιών, όπως τοξίκωση, απόσυρση, ψυχωσικές διαταραχές και διαταραχές της διάθεσης
Για την κατανόηση της έννοιας της εξάρτησης είναι σκόπιμο να λάβει κανείς υπόψη του μερικά χαρακτηριστικά συμπτώματα που μπορεί να έχει κάποιος για να θεωρηθεί εξαρτημένος, όπως είναι τα ακόλουθα:
- Ανοχή: ανάγκη για σημαντική αύξηση της ποσότητας της ουσίας για να επιτευχθεί το αποτέλεσμα της δράσης της
- Απόσυρση: εμφανίζεται σαν σύνδρομο στέρησης, το οποίο υποχωρεί με τη χορήγηση της ίδιας ή μιας σχετικής ουσίας
- Ψυχολογική εξάρτηση: επιθυμία για χρήση της ουσίας, που ποικίλει από πολύ μικρή μέχρι πολύ έντονη
- Προβλήματα σε νοητικές διεργασίες: αδυναμία συγκέντρωσης, ασυνάρτητες σκέψεις, νωθρότητα, μειωμένος χρόνος αντίδρασης κα.
- Αποτυχημένες προσπάθειες για να ελέγξει τη χρήση ή τη συμπεριφορά.
- Προβλήματα συμπεριφοράς και κοινωνικές επιπτώσεις εξαιτίας της χρήσης τόσο στους ίδιους τους εθισμένους όσο και στους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους (προβλήματα στη δουλειά ή το σχολείο, συγκρούσεις με τους ανθρώπους που βρίσκονται στο κοντινό περιβάλλον, αφιέρωση λιγότερου χρόνου για χόμπι, ασθένειες κ.λπ.)
- Χρήση ουσιών πιο συχνή και σε μεγαλύτερες δόσεις απ’ ό,τι σχεδιάζεται.
- Εξακολούθηση της χρήσης ακόμα κι αν το άτομο γνωρίζει ότι αυτό είναι καταστροφικό για τον εαυτό του.
Η έννοια της κατάχρησης μιας ουσίας διαφέρει από αυτήν της εξάρτησης. Αναφέρεται σε ένα πρότυπο συχνής χρήσης της ουσίας, το οποίο επιφέρει σημαντική βλάβη στην υγεία και την κοινωνική ευεξία του ατόμου, μέσα σε διάστημα ενός έτους, χωρίς όμως να συνδυάζεται με ανοχή, απόσυρση ή έντονη παρόρμηση για χρήση.
Πώς μπορεί να βοηθήσει ο ψυχολόγος στις περιπτώσεις διαταραχών από εξάρτηση ή κατάχρηση ουσιών;
Η κατάχρηση ουσιών ή η εξάρτηση από ουσίες αποτελούν σοβαρές παθολογικές καταστάσεις, με βιολογικό, συναισθηματικό, ψυχικό, αλλά και κοινωνικό υπόβαθρο.
Για το λόγο αυτό, η αντιμετώπισή τους υπαγορεύει τη συνδρομή εξειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού, διαφόρων ειδικοτήτων ανάλογα με την περίπτωση, σε συνεργασία με το ίδιο το άτομο και την οικογένειά του, ως αναγκαία προϋπόθεση ακόμα και για την ελάχιστη δυνατή βελτίωση του προβλήματος.
Ο ψυχολόγος σε ιδιωτικό πλαίσιο μπορεί να συμβάλλει πρωτίστως υποστηρικτικά και συμβουλευτικά στο οικογενειακό περιβάλλον του ατόμου, ενημερώνοντας, καθοδηγώντας και εξηγώντας πώς μπορεί κάποιος να καταλάβει εάν ένα άτομο κάνει χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών και πώς πρέπει να το διαχειριστούν οι γύρω του.
Μπορεί, επίσης, στηρίξει θεραπευτικά το ίδιο το άτομο στην προσπάθειά του να ξεπεράσει το πρόβλημα της εξάρτησης σε συνεργασία πάντοτε με άλλους ειδικούς ψυχικής υγείας (πχ ψυχίατρο) ή να παραπέμψει στις κατάλληλες θεραπευτικές μονάδες και οργανισμούς.
Στις περιπτώσεις κατάχρησης ουσιών (πχ οινοπνεύματος) ή άλλου είδους εθισμών (πχ στο διαδίκτυο, στα τυχερά παιχνίδια κλπ), η συνεργασία με εξειδικευμένο ψυχολόγο ενδείκνυται για την άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος και τη διαχείριση των προβλημάτων συμπεριφοράς που αυτό συνεπάγεται για το άτομο και το κοινωνικό του περιβάλλον.